δριμύς, -εία, -ύ

δριμύς, -εία, -ύ
οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”